Τάλα από το Ταμίλα
Τ’ όνομά μου ήταν Ταμίλα.
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές μέχρι σήμερα αν αυτό το όνομα μου ανήκε. Τα χρήματα
που έβγαζα ως Ταμίλα ποτέ δεν ήταν αρκετά, ούτε σταθερά. Τ’ όνομα αυτό αν και
υποσχόταν υπακοή με πετούσε στον δρόμο από τον πρώτο κιόλας μήνα της πρόσληψής
μου. Σήμερα, στα τριάντα δύο μου, είμαι πλέον σίγουρη πως ήταν λάθος όνομα. Έτσι,
στο μπαρ όπου δουλεύω με γνωρίζουν πια ως Τάλα. Μπορεί να μην είναι η πιο
αξιοπρεπής εργασία στον κόσμο, αλλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ταιριάζει
απόλυτα μ’ αυτό που δεν είναι πια τ’ όνομά μου. μια
ήσυχη και υπάκουη κοπέλα. Πάντα προτιμούσα να διατάζω, να έχω τη δύναμη να κινώ
τα νήματα, να επηρεάζω τις ζωές των ανθρώπων μ’ ένα μου νεύμα, με μια μου
διάθεση.
Ζω μόνη μου σ’
ένα δωμάτιο κάπου στην Αργυρούπολη και μαγειρεύω όποτε
πεινάσει ο γάτος μου. Εργάζομαι πολλές ώρες και περίεργες. Συχνά παίρνω δουλειά
και στο σπίτι. Συνήθως η διαδρομή μου μέσα στο σπίτι είναι από το δωμάτιο στην ντουζιέρα
και πάλι στο δωμάτιο. Στις διαδρομές αυτές, το μόνο που μου θυμίζει ποια μπορεί
να ήμουν είναι τα πιροσκί της κυρίας Κορζιέβσκι. Τις νύχτες, εισβάλουν απ’ τον
φωταγωγό απρόσκλητα. Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα μένω ακριβώς επάνω από το
διαμέρισμα της κυρίας Κορζιέβσκι. Είναι η μόνη μου επαφή με τ’ όνομά μου και
όσα άφησα πίσω του. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα εισβάλει η κανονικότητα στη ζωή
μου και μου θυμίζει πως στο σπίτι υπάρχει ένα ακόμη δωμάτιο. Η κουζίνα. Δεν λέω
πως επιτρέπω της Ταμίλα να θυμηθεί πώς γίνονται τα πιροσκί, άλλωστε δεν θα
άρεσαν στον γάτο μου, ωστόσο, την ώρα εκείνη προσποιούμαι εύκολα ότι μαγειρεύω
τηγανίτες. Για την επόμενη μία και παραπάνω ώρα πασπαλίζομαι ολόκληρη με
ζάχαρη, γεγονός που προσθέτει μια γλυκόπικρη γεύση στη δουλειά μου, κι έτσι
είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Ο γάτος μου, ο πελάτης μου κι εγώ.
Η σκέψη ότι ορίζω
κυρίως την ευχαρίστηση των άλλων με κάνει να χαλαρώνω. Αυτό κι η μπιζουτιέρα
της γιαγιάς μου. Πριν πεθάνει την ακούμπησε στο χέρι μου. Την άνοιξα. Μία πρίμα
μπαλαρίνα στριφογύρισε. Χόρευε τη Λίμνη των κύκνων. Η μπαλαρίνα χόρευε κι η
γιαγιά έφευγε για το μεγάλο ταξίδι. Δεν την πρόλαβα. Πριν κλείσω το καπάκι η
γιαγιά είχε φύγει. Είναι από ξύλο τριανταφυλλιάς. Έλεγε πως την είχε φέρει απ’
τη Μόσχα η προγιαγιά της που ήταν στην αυλή του Τσάρου. Δεν έμαθε ποτέ πως τη
ώρα που μου τη χάριζε, την ώρα που έφευγε, την ώρα που έκλεισε τα μάτια της,
πριν κλείσω το καπάκι, πρόλαβα κι έριξα μέσα στο ξύλινο κουτί το σμαραγδένιο
δαχτυλίδι που φορούσε στο κοκκαλιάρικο δάχτυλό της. Ήταν ήδη νεκρή για να το
αντιληφθεί. Κι εκείνο τόσο πράσινο. Κανείς
δεν με είδε. Όσο για το δαχτυλίδι, αντίκα κι αυτό, ακόμα το ψάχνουν η μητέρα
μου και οι αδερφές της. Όλα αυτά έγιναν φυσικά όταν με λέγανε Ταμίλα.
Μπορεί ν’ άλλαξα
τ’ όνομά μου, δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο να κάνω το ίδιο με την εμφάνισή μου.
Τα ίδια χοντρά μάγουλα, ο ίδιος χοντρός λαιμός, τα ίδια χοντρά χέρια. Τα
μπούτια μου ίσως και να τα συμπαθώ γιατί τα συμπαθούν κι οι άντρες. Ας ήταν
τουλάχιστον και τα χείλη μου ανάλογα με το τεράστιο πρόσωπό μου. Αντί γι’ αυτό,
δύο λεπτές γραμμές με λεπτότερη την από πάνω, μου θυμίζουν καθημερινά πόσο μικρά
είναι. Κι όμως, κάθε που στέκομαι γυμνή μπροστά στους «σκλάβους» μου, δεν μπορώ
να αποφύγω ένα χαμόγελο. Σκέφτομαι πως αν δεν ήταν έτσι τα χείλη μου, ίσως να
μην έπειθα γι’ «αφέντρα.» Αυτά και το σφιχτό πληθωρικό κορμί μου επιβάλλουν
υπακοή. Τα μάτια μου, εξίσου μικρά με τα χείλη μου, πράσινα σαν το σμαράγδι στο
δαχτυλίδι, πάλεψαν εξίσου άνισα με κάτι μελιές ανταύγειες. Τις σκότωσα κι
αυτές.
Αγάπη; Δεν
νομίζω πως υπάρχει κι εδώ που τα λέμε, δεν την θεωρώ καθόλου απαραίτητη. Κάποιος
που να μ’ έχει αγαπήσει αληθινά; Η γιαγιά μου; Ετούτη η κασετίνα ήταν η μόνη
αληθινή της περιουσία. Το σμαραγδένιο δαχτυλίδι, όχι. Της το εμπιστεύτηκε στην
κατοχή η συγκάτοικός της, πρώην κόμισσα, λίγο πριν τη στείλει ο «πατερούλης», «διακοπές.»
Δεν επέστρεψε ποτέ. Άλλωστε είχε επιζήσει αρκετά, τηρουμένων των αναλογιών. Ναι,
ίσως η γιαγιά μου. Αλλά ακόμη και σ’ αυτήν είπα ψέματα. Όπως λέω ψέματα σε
όλους όσους συναντώ. Όλη η ζωή μου είναι ένα ψέμα. Από τ’ όνομά που μου δόθηκε,
κι έλεγα σ’ όλους πως ήταν άλλο, μέχρι το ψέμα που είπα χτες σ’ εκείνον τον ανώμαλο
βρωμιάρη, που ’ρθε στο κλείσιμο. Τον πήρα στο σπίτι. Δέρνοντάς τον, του είπα
πως μυρίζει ωραία. Με πλήρωσε διπλά. Ξέρασα.
Αν έχω τύψεις
που ζω τη ζωή μιας άλλης; Δεν θυμάμαι. Το μόνο βέβαιο είναι, πως αν ακούσω στον
ύπνο μου την «Λίμνη των κύκνων» είναι αδύνατον να ξανακοιμηθώ. Τότε γίνομαι πολύ
σκληρή με τους σκλάβους μου. Τους χτυπώ ανελέητα κάνοντας πράξη τις
αρρωστημένες φαντασιώσεις τους. Φεύγουν διπλά ευχαριστημένοι. Δεν μετανιώνω γι’
αυτό που έγινα. Ίσως αν δεν είχα σπάσει το δάχτυλο της γιαγιάς. Αυτό μόνο. Το
δάχτυλο για το ζαφειρένιο δαχτυλίδι. Τις νύχτες μόνο. Στη λίμνη. Όταν πλησιάζει
η χορεύτρια, μέσα απ’ την ομίχλη. Ξυπνώ. Λίγο πριν με ακουμπήσει με το δάχτυλό
της. Είμαι σίγουρη πως θα με πονέσει. Είμαι σίγουρη πως κάτι μου γυρεύει. Κάτι
μου ζητά. Ίσως το δάχτυλό μου. Ίσως αυτό. Φοβάμαι πως κάποια νύχτα, ίσως της το
δώσω.
Πρώτη δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ τεύχος 113
Πρώτη δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ τεύχος 113
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου