Μεζονέτα με προθέσεις



Μεζονέτα με προθέσεις

 
Η Ελευθερία έσβησε το τσιγάρο της, έψαξε για το πανωφόρι της και πήρε επιτέλους την απόφαση να επισκεφτεί την Χάνα. Η Χάνα, Ελληνογεμανίδα πρώην τουρίστρια, έχασε πρόσφατα τον σύζυγό της. Η Ελευθερία, αυτόχθονας, κάτοικος Ανάληψης ανέκαθεν, διαμέρισμα τριάρι πατρώον, ανακάλυψε ότι ήταν χήρα πριν ακόμα βγει το διαζύγιο και ενώ ο εν διαστάσει σύζυγός της τρυγούσε τους ανθούς της υφιστάμενής του. Εκεί περάτωσε τον βίο του έναν μήνα πριν. Ο σύζυγος της Χάνα έφυγε αραχτός στον καναπέ, ενώ η Χάνα όργωνε τις αγορές και προσπαθούσε να ξεχάσει ότι ήταν σύζυγός του. Η Χάνα, διευθύντρια της Ελευθερίας, κάτοικος Πανοράματος και κάτοχος πολυτελούς μεζονέτας με κήπο, ήταν γνωστή για το περίτεχνο χιούμορ της κι άλλο τόσο για το ιδιόρρυθμο γούστο της. Άλλωστε όλα της αυτά τα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης και της προσήλωσής της στους στόχους της, την είχαν φέρει ταχύτατα στη θέση στην οποία βρισκόταν σήμερα. διευθύντρια του Ομίλου στον οποίο εργαζόταν.
Η Ελευθερία είχε σπουδάσει διαφήμιση, σπρωγμένη από μια δειλή αισιοδοξία που ούτε και η ίδια γνώριζε από που αντλούνταν οι καταβολές της. Εργατική, αλλά μέτρια σε επιδόσεις, περισσότερο από μία επίσης αναίτια συστολή, η οποία καθόλου δεν ταίριαζε με το όλον της εμφάνισής της. Ψηλή, λεπτή, ξανθιά, αδιάφορα όμορφη, λες και κάθε της χαρακτηριστικό αντανακλούσε τη χαμένη της αυτοεκτίμηση. Παρόλο που έκανε σοβαρές προσπάθειες να υπηρετήσει τις προσταγές της μόδας, εκείνη μάλλον την εκδικούνταν. Η Χάνα έμοιαζε με κάκτο που αντί να ψηλώνει, φάρδαινε πληθαίνοντας τ’ αγκάθια της εν είδη στολισμού. Με μια αυτοπεποίθηση που αντλούσε, ένας Θεός ξέρει από ποια σκοτεινή κρύπτη της ύπαρξης της. Με τη μόδα η Χάνα είχε επαγγελματική σχέση, την υποτιμούσε τόσο, όσο χειριστικά την υπολήπτονταν. Τη φορούσε και την όριζε. Τα αισθήματα ωστόσο δεν ήταν αμοιβαία, καθώς η επιτηδευμένη της εμφάνιση το μόνο που είχε να δηλώσει ήταν άποψη. Αυτό που άφηνε πίσω της ήταν μια εναλλακτική ματιά, με ανερμήνευτες προθέσεις. Σε αντίθεση με την Ελευθερία που το προφανές προφίλ της την άφηνε πάντα στην ουρά, η Χάνα προχωρούσε ακάθεκτη επενδύοντας καθημερινά στο χάος, με μια σιγουριά που αφόπλιζε τους πάντες.
Η σημερινή επίσκεψη της Ελευθερίας στο σπίτι της Χάνα, εκτός από την πρόθεσή της να τη συλλυπηθεί είχε δύο ακόμα στόχους. Καταρχήν ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να την πλησιάσει, κάτι που λόγω της δικής της συστολής αλλά κι από μια φυσική απέχθεια της Χάνα προς τους χαμηλούς τόνους, δεν είχε συμβεί ποτέ. Επίσης, ήλπιζε πως θα κατάφερνε να την πείσει να της δώσει μιαν ευκαιρία να της μοιάσει. Ναι, να της μοιάσει.  Η αλήθεια είναι πως είχαν κοινά σημεία. Απ’ αυτά θα άρχιζε. Σ’ αυτά θα πατούσε. Κατά πρώτον ήταν και οι δύο χήρες. Από το δεύτερο και μετά η Ελευθερία δεν έβρισκε καμία συγγένεια. Η Χάνα έχασε τον σύζυγό της μέσα στο σπίτι. Η Ελευθερία κατάπιε τον θυμό της που παραχώρησε άθελα της το πένθος της στα μπούτια μιας οποιασδήποτε που έτυχε να είναι διαθέσιμη. Ο σύζυγος της Χάνα ήταν παρών, της Ελευθερίας πάντα με το ένα πόδι έξω από την πόρτα. Η Χάνα είχε λόγους να πενθήσει. Η Ελευθερία το μόνο που είχε ήταν πολλά κέρατα κι άλλα τόσα κερατιάτικα από τα χρέη που της κληρονόμησε ο νυν και αεί. Και τέλος η Χάνα μπορούσε να κεράσει κι ένα καφέ της παρηγοριάς, την ώρα που Ελευθερία άλλαζε δέκα πεζοδρόμια προκειμένου ν’ αποφύγει τη «συμπόνια» των καλοθελητών.
Έτσι έκανε και σήμερα. Αφού επιμελήθηκε αμελώς την εμφάνισή της κι αφού έσβησε προσωρινά, την έκφραση της απατημένης χήρας, έβαλε μπρος το σπορ διθέσιο τού «έξω από ’δω», απέφυγε επιμελώς τους δρόμους, που κάτι της θύμιζαν, και κατευθύνθηκε προς το Πανόραμα.
Το σπίτι της Χάνα απείχε απείρως από την εικόνα που είχε πλάσει με τη φαντασία της κι επιβεβαίωνε επακριβώς τη φήμη της. Μεζονέτα μεν αλλά με προθέσεις έπαυλης. Καμία σχέση με το ανακαινισμένο τριάρι της Ελευθερίας στον αφαλό της πόλης.
Της άνοιξε η ίδια η Χάνα αφήνοντας στο χέρι της πλούσια την επαφή με το βαρύ άρωμά της. Τίποτα επάνω της δεν μαρτυρούσε πένθος, εξόν από το μαύρο κορακί μαλλί της. Όλα επάνω της φώναζαν «επέστρεψα». Δεν είχε περάσει ούτε μήνας από τον θάνατο του συζύγου της κι απ’ ότι είχε υπονοήσει νωρίτερα στο τηλέφωνο, από σήμερα το σπίτι ήταν ανοιχτό σε επισκέψεις. Τη δέχτηκε σ’ ένα ευάερο δωμάτιο που θύμιζε σαλόνι. Εκεί που κάποτε μπορεί να υπήρχε ο καναπές τώρα ήταν ακουμπισμένο ένα ορθογώνιο βάθρο ντυμένο με βαθύ γαλάζιο βελούδο, σε κάθε πλευρά  του οποίου υπήρχαν βαθυκόκκινες βελούδινες μαξιλάρες. Στη θέση που μπορεί να ήταν κάποτε οι καρέκλες της τραπεζαρίας υπήρχε ένα περσικό χαλί με μοντέρνα μοτίβα. Τα μόνα έπιπλα που είχαν απομείνει στην ευήλια σάλα ήταν δύο μπερζέρες κι αυτό που έκανε εντύπωση της Ελευθερίας ήταν ότι η τιμή κρέμονταν ακόμα από τα μπράτσα τους. Η αλήθεια είναι πως ήταν αναπαυτικές. 
Παρόλο που η Ελευθερία περίμενε μια κάποια εκκεντρικότητα από την πλευρά της Χάνα, ετούτη η αφαιρετική διάθεση, τόσο σε αναμενόμενα συναισθήματα όσο και σε στυλιστικές επιλογές την έκανε να νιώθει ακόμα πιο αόρατη,  παρόλο το ύψος της. Η Χάνα περιέφερε την ουρά της βαθυκόκκινης ρόμπα της, σκουπίζοντας και το τελευταίο ίχνος σκόνης από το μπαρ ως το «σαλόνι». Η Ελευθερία καταπίνοντας τον σπάνιο καφέ «αράμπικα» που της σέρβιρε η Χάνα  σε π ήλινη κούπα, σκέφτηκε πόσο πίσω είχε στ’ αλήθεια μείνει να θρηνεί έναν άντρα που δεν ήταν ποτέ δικός της και να επιμένει σε μια μικροαστική θέση που την ήθελε τόσο στυλιζαρισμένη όσο μια έκθεση επίπλων πριν τα εγκαίνια. Ούτε πορσελάνες, ούτε δάκρυα. Κι όσο η Ελευθερία «μιζέριαζε» καθήμενη συρρικνώνοντας το ύψος της, η Χάνα σε μιαν αποστροφή του λόγου της αποφάσισε να την καλέσει σε δείπνο.
Σχεδόν αμέσως, διέταξε τον καναπέ και τα τραπεζάκια να στηθούν στη θέση τους. Τέσσερις γυμνοί άντρες εμφανίστηκαν από το χολ που οδηγούσε στην πίσω σκάλα της μεζονέτας και κατευθύνθηκαν υπάκουα ο καθένας προς το βάθρο του. Οι δύο πρώτοι κρατούσαν ένα ορθογώνιο χοντρό γυαλί, ενώ οι τελευταίοι ένα βελούδινο, επίσης ορθογώνιο, στρώμα. Ο καναπές απέκτησε σώμα και μπράτσα και το τραπέζι πόδια. Τα φώτα χαμήλωσαν κι η Χάνα βάλθηκε να σερβίρει τα σπάνια ορντέβρ από παπάγια, αλεύρι καρύδας, κινόα και φιλέτα πάπιας. Η Ελευθερία προσπάθησε να πει πως της ήταν αδύνατον να φάει. Έκανε πίσω όμως θυμίζοντας στον εαυτό της πόσο άβουλα μικροαστή υπήρξε μέχρι τώρα και κατάπιε την πρώτη εναλλακτική μπουκιά, σχεδόν αμάσητη.
Η Χάνα κάτι ψιθύρισε για το δεξί πόδι του τραπεζιού κλωτσώντας το ευγενικά κι εκείνο συμμορφώθηκε. Μασώντας σχεδόν ηδονικά τις μπουκιές της δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά στο πένθος της. Αντίθετα ασχολήθηκε αρκετά με την ανάλυση των αγορών και τις πιθανότητες αύξησης του διαφημιστικού τζίρου, βασιζόμενη στην αρνητική διαφήμιση. Ταυτόχρονα τάιζε τα «πόδια» του τραπεζιού. κάτι που δεν έκανε ούτε μια φορά για τον καναπέ. Αυτή της η παράλειψη έκανε την Ελευθερία να σκεφτεί πόσο σοφά είχε σκεφτεί και πάλι η Χάνα. Το δικό της τραπέζι στηριζόταν ακόμα στα πόδια του πατέρα της και στον καναπέ της δεν είχε αποδημήσει κανείς. Πόσο χρήσιμα μπορεί να είναι τα συναισθήματα, όταν πρόκειται να επιπλώσει μία γυναίκα το σπιτικό της; Πόσο ανώφελα συντηρητική είχε φανεί αφήνοντας δυο έπιπλα να καθορίζουν το μέλλον της. Και το κυριότερο κανένα από αυτά δεν της ανήκε. Κατάπιε με όρεξη τα φιλετάκια με γάλα καρύδας, τάισε το «πόδι» του τραπεζιού που ήταν στη μεριά της κι έβαλε το ένα πόδι απάνω στο άλλο κοιτάζοντας για πρώτη φορά τη Χάνα καταπρόσωπο. Η βραδιά προμηνύονταν αν μη τι άλλο διδακτική.


Οδός δημιουργικής γραφής, @ εκδ. Γραφομηχανή 2015 2015 ISBN978-61881406-4-6

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις