Ο Παύλος






Αυτοδημιούργητος ο Παυλάρας και αψύς. Αυτό ήταν το παρανόμι του στην πιάτσα. Ο Παυλάρας. Τον έτρεμε ο ντουνιάς. Είχε φιλότιμο, πώς δεν είχε. Μόνο που το δούλευε κατά το δοκούν. Έτσι όπως δούλευε και τον πάσα έναν. Πότε με το δήθεν φιλότιμό του, πότε με τη φοβέρα, πότε με τη δήθεν μεγαλοψυχία του, μα πιο πολύ με την καπατσοσύνη του. Είχε και φορτηγό. Α, όλα κι όλα ήταν δουλευτάρης ο Παύλος κι από εμφάνιση; Όχι κανένας λειψός να πεις. Ομορφάντρας κι αψηλός! Με τούτα και μ’ εκείνα το δούλεψε και το Χριστινάκι. Όμορφο γυναικάκι, με κάτι μάτια ζαφείρια. Μα ήταν και παντρεμένο με παιδί το Χριστινάκι. Δεν ήταν του σουλάτσου. Άλλωστε τι να δείξει; Φτώχεια και κακομοιριά τα ρούχα της. Ήθελε εννιά δραχμές να τις κάνει δέκα. Ας όψεται το πείσμα της μάνας της. Την έδωσε εκεί που την έδωσε γιατί ήταν όμορφη λέει. Πριν ξεστρατίσει.

Όργωνε τις αγορές. δούλευε από πρωί σε νύχτα ο Παύλος. Την καλημέρα του δεν την ξέραμε. Όχι πως την είχε κι εύκολη, μα πριν το χάραμα είχε κιόλας ξεπορτίσει. Ώσπου αρρώστησε το θεριό και να σου πλάι στο Χριστινάκι. Με τόση φτώχεια, πού λεφτά για ξύλα. Ίσα να ζεστάνει και να ταΐσει το παιδί. Παλτό δεν είχε, μια ζακέτα ντρίλινη τι να σου κάνει, πούντιασε. Σ’ άλλον θάλαμο εκείνη, μα σαν καλοσύνεψαν καμπόσο, την περαντζάδα τους την κάνανε από τον διάδρομο του Νοσοκομείου.

Σ’ ένα απ’ αυτά τα σουλάτσα τη διπλάρωσε. Και τι δεν της έταξε. Τον ουρανό με τ’ άστρα. Και της τα ’δωσε. Κυρίως τ’ άστρα. Γιατί σαν πέρασαν τα μέλια ξύπνησε το θεριό. Ξύλο με το καντάρι ο Παυλάρας. Μύγα δεν σήκωνε στο σπαθί του. Όσο φούσκωνε το  πορτοφόλι του, άλλο τόσο θέριευαν κι οι απαιτήσεις. Για το ξένο παιδί που φορτώθηκε ούτε λόγος. Στάχτη οι υποσχέσεις και το παιδί βρέθηκε στην Παιδούπολη. Ορφανό. Τύραννος ο Παυλάρας αλλά καρπερός. Τρία κουτσούβελα του αράδιασε το Χριστινάκι. Όχι που θα την άφηνε να νταντεύει τον φτωχόσπορο.

 Μέρα δεν τον έβλεπε το σπίτι. Κι όποτε κατηφόριζε άφηνε πίσω του ρημάδια. Πορσελάνες, θρύψαλα, μαρμελάδες, ποδάρια από καρέκλες και τέσσερις ενοίκους τρομοκρατημένους. Τα μπάνια, μπάνια όμως. Στα Καλά Νερά Ευβοίας. Ό,τι ήθελε το Χριστινάκι. «Φάτε ρε, εγώ πληρώνω», έλεγε το θεριό και πετούσε τα ξεροκόμματα.

Τον βρήκανε επάνω στο τιμόνι χαράματα εκατό μέτρα από το σπίτι.  Ήταν πολύς καιρός τώρα που κι οι νύχτες δεν τον χωρούσανε στο τριώροφο. Χαράματα γυρνούσε, έριχνε ένα βρισίδι στο Χριστινάκι, από εκείνα που ούτε οι τοίχοι δεν αντέχουν, έδινε το παρόν στα όνειρα των γειτόνων και σκόρπιζε ψόφιος την μεθυσμένη ανάσα του στο μαξιλάρι.

Γύρευε που ξημεροβραδιαζόταν. Ποιος να τον ρωτήσει; Θα τον έτρωγε. «Εγώ πληρώνω ρε!» μούγκριζε και τους κοβόταν το αίμα. Τη νύχτα λέει που σκοτώσαν τον Λαμπράκη, τον είδαν ν’ αφήνει το φορτηγό στη Βενιζέλου και να το κόβει με τα πόδια απ’ το Μπεζεστένι. Γύρευε που το ’χανε στήσει για μπαρμπούτι. Εκεί του τα τρώγανε. Κι ύστερα λένε, έβαζε πλώρη για το Βαρδάρη για ξεχαρμάνιασμα.

Στράβωσε το στόμα του, μπουρδούκλωσε η γλώσσα του, μα ακόμα φοβέριζε το θεριό. Πάλι δεν μίλησε το Χριστινάκι. Κολόνα ραγισμένη ο Παυλάρας, μα κολόνα. Τον έβαζε να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και πάσχιζε να κάνει μετάφραση στα αλαμπουρνέζικα βρισίδια. Ούτε και ρώτησε που πήγαν τόσα λεφτά. Τα βιβλιάρια χαμένα. Όταν τον βρήκαν, δυο τάλιρα είχε στο παντελόνι του και βρωμούσε ακριβό άρωμα. Το φορτηγό στραπατσαρισμένο και τα παντζούρια κλειστά.

Έναν χρόνο άντεξε το θεριό. Έναν ολόκληρο χρόνο έμειναν κλειστά τα στόρια. Κουζίνα, κρεβατοκάμαρα η ζωή του. Το Χριστινάκι βράχος. Ούτε κουβέντα για τα χρέη. Πού τα ’φαγε τόσα λεφτά; Το φορτηγό παλιοσίδερα, χρέη απλήρωτα, καπνός τ’ αλισβερίσια του. Οι έχοντες να λαβαίνουν από το εμπόριο με τα φρούτα έσπαζαν τα τηλέφωνα. Βλέπεις, που να τολμήσουν να εμφανιστούν από κοντά. Ακόμα και τώρα που το θεριό είχε γείρει, η φήμη του τον ακολουθούσε πιστά.

Σιγά σιγά μαθεύτηκε. Γιατί πάνω στην παντοδυναμία του ο Παυλάρας πίστεψε πως γίνηκε Θεός. Λογαριασμό δεν είχε να δώσει σε κανέναν. Μόνος του τα ’φτιαξε. «Μόνος μου ρε, χαραμοφάηδες, τεμπέληδες!», άφριζε. Μόνος του τα ’χασε.  Στο γυρισμό τον βρήκε το κακό. Εγκεφαλικό βαρύ, είπαν. Λίγο πριν παρκάρει στο κατώφλι του. Ημιπληγία. Πρωί, χαράματα κι Θωμάς τραβούσε βιαστικά για τον σταθμό. Είχε ραντεβού μ’ έναν καπνέμπορο από τη Σαλονίκη. «Γύρευε που σουλατσάριζε και δεν κοτάει να πάει σπίτι του ο έρμος», σκέφτηκε, σαν τον είδε πεσμένο στο τιμόνι.

Ένα πρωί τον βρήκε το Χριστινάκι μπρούμυτα απάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Εκεί, που βδομάδα παρά βδομάδα έβρισκε και καινούργιο σερβίτσιο για να σπάσει. «Εγώ πληρώνω, γαμώ το Θεό σας!», κι έφευγε το σύμπαν στο ταβάνι, με τις μαρμελάδες να στάζουν στα ντουλάπια. Την διαθήκη τρόμαξαν να την βγάλουν απ’ το χέρι του. Ο γιατρός που βεβαίωσε τον θάνατό του αναγκάστηκε να σπάσει τα δάχτυλα. Δύο αράδες. Αυτές και το δάκρυ που είδε στα μάτια του, νωπό ακόμα, τρέλαναν το Χριστινάκι. «Στο υιόν της συζύγου μου αφήνω το φορτηγό και την ευχή μου». Όσοι την είδαν στην κηδεία είπαν πως φόραγε τη μαντήλα της ανάποδα. Με τις γωνίες  να σημαδεύουν το μέτωπο. Κερνούσε κόλλυβα μ’ ένα χαμόγελο ξένο. Κερνούσε κόλλυβα κι ευχόταν «και στις χαρές σας.»



Περιοδικό 'Πόρφυρας" Φυλλάδιο 159-160  Απρίλιος - Σεπτέμβριος 2016


 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις